ΚΑΝΕ ΤΟ ΚΑΛΟ…

                                                       Παραμύθι από τον Πέτρο Χαλικιά.    Εικόνες από την Αλέκα Τρίμπου

 

Μια φορά κι ένα καιρό στο καταπράσινο δάσος της Καστανοχώρας ζούσε ένα μικρό ξωτικό…Δηλαδή άνθρωπος ήταν αλλά το περνούσαν για ξωτικό και μάλιστα έλεγαν ότι ήταν παιδί  του Ίσκιου και της Συννεφιάς. Όμως αυτοί το άφησαν να ζήσει μόνο του στο δάσος γιατί ήταν κοντό, χοντρό και άσχημο  και οι άνθρωποι ήθελαν μόνο όμορφα και λαμπερά πράγματα ακόμη κι αν αυτά ήταν ξωτικά…

 Ο Μόδης λοιπόν το ξωτικό –γιατί έτσι το έλεγαν- ήταν τόοοσο κοντός που το κεφάλι του μύριζε ποδαρίλα! Ήταν τόοοσο χοντρός,  που όταν τον έβλεπες από μακριά νόμιζες ότι έρχονταν πολλοί! Είχε κάτι μεγάλα αυτιά που όταν φύσαγε από πίσω αυτά χτυπούσαν παλαμάκια! Είχε όμως δυο πανέξυπνα  και λαμπερά πράσινα μάτια και μια ζεστή καρδιά. Ξέχασα να σας πω ότι είχε και τρομερή δύναμη αν και  η εμφάνισή του δεν πρόδιδε κάτι τέτοιο…

 

 

 

 

 

 

 

Γύριζε στο δάσος και προσπαθούσε να πλησιάσει τα ζώα και να τα κάνει φίλους του μα κι αυτά τον απέφευγαν και πολλές φορές τον κορόιδευαν:

- Μόδη κούμπωσε τ΄αυτιά σου!!

- Πάλι άφησες τ΄αυτιά σου ξεκούμπωτα;

- Πώς προχωράς; Περπατώντας ή κυλώντας;

Kι έτρεχαν από δω κι από κει στο δάσος  και κανένα δεν έδινε στο Μόδη έστω και λίγη σημασία…

          Πέρασε το καλοκαίρι το χρυσό, τέλειωνε και το φθινόπωρο το μελαγχολικό και πλησίαζε ο  χειμώνας για να ρίξει το παγωμένο σάλι του πάνω από την Καστανοχώρα.  Όλα τα ζώα ετοιμάζονταν για το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο τους. Ήξεραν ότι με τέτοιο καιρό θα ήταν δύσκολο να βρίσκουν τροφή και ζέστη και το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να το στρώσουν στη  φωλιά  τους.

          Ο Μόδης κοίταξε τον ουρανό και είδε τα τελευταία διαβατάρικα πουλιά να απομακρύνονται για την Χουχουλοχώρα – έτσι λένε τις ζεστή χώρα  στην Αφρική - που θα τους φιλοξενήσει για το χειμώνα.

 Και, καθώς είναι γνωστό ότι τα ξωτικά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από κρύα και χιόνια, άρχισε να τριγυρνά ή μάλλον να κουτρουβαλά ανάμεσα στα δέντρα.

Ξαφνικά μια δυνατή πονεμένη φωνή ακούστηκε πίσω από κάτι θάμνους.

-Βοήθεια!!! Βοήθεια !!! !

 Με τρεις- τέσσερις κολοτούμπες ο Μόδης έφτασε κοντά… Τον γνώρισε αμέσως: Ήταν  ο Αντρέας  ο λαγός,  και είχε πιαστεί απ΄το πόδι, στο δόκανο που είχαν στήσει οι κυνηγοί! Με μια επιδέξια κίνηση ο Μόδης άνοιξε την παγίδα και λευτέρωσε το φυλακισμένο πόδι του λαγού που ψέλλισε «ευχαριστώ» και χάθηκε κουτσαίνοντας στο δάσος.

Την άλλη μέρα ο Μόδης είχε μια ακόμη απρόβλεπτη συνάντηση:  Στη ρίζα του λόφου με τη μεγάλη σπηλιά καθόταν η Κούλα η αρκούδα και έκλαιγε γοερά: Μπου χου ού, μπου χου ού…!!!

Τι είχε συμβεί;  Η  είσοδος της σπηλιάς  ήταν φραγμένη από τεράστιους βράχους και η Κούλα η Αρκούδα δε μπορούσε να τους μετακινήσει. Τι θα έκανε; Έπρεπε να μπει μέσα. Εκεί θα έβγαζε το χειμώνα πέφτοντας σε χειμερία νάρκη.

Το μικρό αλλά δυνατό ξωτικό δε δίστασε: Σήκωσε τα μανίκια και ρίχτηκε στη δουλειά. Μετακίνησε όλα τα βράχια και σε λίγο η είσοδος

 

 

της σπηλιάς ήταν ανοιχτή.

 

 

 

-Ευχαριστώ! είπε η αρκούδα και χάθηκε στο βάθος της σπηλιάς.

Προχωρώντας είδε τον Τσιτσίλο το  σκίουρο που έτρεχε εδώ κι εκεί σαν σβούρα φανερά ανήσυχος. –Έχασα τα βελανίδια και τα καρύδια μου, Όλο το καλοκαίρι τα μάζευα. Τώρα τί θα τρώω όλο το χειμώνα;

-Θα σε βοηθήσω εγώ είπε ο Μόδης και με γρήγορες και επιδέξιες κινήσεις ξετρύπωσε όλους τους ξηρούς καρπούς του σκίουρου από τις κρυψώνες που τους είχε βάλει.

-Άλλη φορά να βάζεις σημαδάκια για να θυμάσαι τις κρυψώνες σου. Το πολύ - πολύ πάρε ένα μπλοκάκι να τις σημειώνεις.

 Πιο κάτω συνάντησε τον Τέρρυ το βάτραχο που είχε χάσει το δρόμο για τη λιμνούλα του. – Μα πώς απομακρύνθηκες; τον ρώτησε.

        –Ακολούθησα κάτι νόστιμους εντομομεζέδες και χάθηκα!

 

 

 

Ο Μόδης τον πιάνει απαλά στις μεγάλες χούφτες του που ήταν σαν κουπιά και ώσπου να πεις κύμινο τον είχε αφήσει πάνω σ΄ένα νούφαρο στην άκρη της λίμνης.

Ο Μόδης το ξωτικό είχε βοηθήσει όλα τα ζώα -  και ήταν χαρούμενος γι αυτό -  αλλά αισθανόταν και μια μικρή απογοήτευση που βρισκόταν πάλι ολομόναχος να τριγυρίζει στο δάσος. Περπατούσε σ΄ ένα  χορταριασμένο μονοπάτι,   κλωτσώντας πετρούλες και ξυλαράκια που συναντούσε στο δρόμο του. Σε μια στροφή του δρόμου όμως είδε μια μεγάλη παρέα από ζώα. Τα γνώρισε αμέσως: Ήταν τα ζώα  που είχε βοηθήσει όλες αυτές τις μέρες. Πριν προλάβει να σκεφτεί τίποτε άλλο είχε κυκλωθεί απ΄αυτά και έγινε μαζί τους μια αγκαλιά. Το γλέντι δεν άργησε ν΄ανάψει. Ήταν γλέντι τρικούβερτο όπως λένε. Όλα είχαν φροντίσει γι αυτό. Έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν και ο Μόδης ήταν ο πρωταγωνιστής.

 Στο τέλος το καθένα «τόκοψε» για τη φωλιά του. Ήταν καιρός να πέσουν σε χειμερία νάρκη.

Ο Μόδης ήταν σίγουρος πως Δε θα έμενε πια μόνος. Θα έκανε περιπολίες στο δάσος φυλώντας τα ζώα που κοιμούνταν και βοηθώντας εκείνα που θα περνούσαν ξύπνια το χειμώνα.

 Γιατί όπως έλεγαν όλοι: «ο χειμώνας στην Καστανοχώρα δεν είναι καθόλου εύκολος…»